δικαιοπράγημα

δικαιοπράγημα
δικαιοπράγημα, το (Α)
[δικαιοπραγώ]
δίκαιη πράξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δικαιοπράγημα — just neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοπραγημάτων — δικαιοπράγημα just neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοπραγήματα — δικαιοπράγημα just neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοπραγήματος — δικαιοπράγημα just neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνόμημα — εὐνόμημα, τὸ (Α) [ευνομούμαι] νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”